ὀξύνεται

ὀξύνεται
ὀξύ̱νεται , ὀξύνω
Acut. (Sp.)
aor subj mid 3rd sg (epic)
ὀξύ̱νεται , ὀξύνω
Acut. (Sp.)
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παροξύτονος — η, ο 1. (γραμμ.), λέξη που οξύνεται στην παραλήγουσα. 2. ο στίχος του οποίου οξύνεται η προτελευταία συλλαβή: Ο στίχος του ποιήματος είναι δεκαπεντασύλλαβος παροξύτονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Harpe (Waffe) — Kronos mit einer Harpe …   Deutsch Wikipedia

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • ύφεση — (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσια αύρα — Ελαφρύς άνεμος που πνέει κοντά στις ακτές, από την ανοιχτή θάλασσα, κατά τη διάρκεια σχετικά θερμών ημερών. Αν σε μια παράκτια περιοχή επικρατεί νηνεμία και ο καιρός είναι αίθριος κατά την ανατολή του Ήλιου, τότε, επειδή η ξηρά θερμαίνεται πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”